- βῶλος
- βῶλοςlumpfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βῶλος — lump masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
βωλιάζω — [βώλος] (για αγρούς) σχηματίζω βώλους … Dictionary of Greek
Βῶλοι — Βῶλος lump masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶλοι — βῶλος lump fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βῶλον — Βῶλος lump masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶλον — βῶλος lump fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοιο — Βῶλος lump masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοις — Βῶλος lump masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βώλοισι — Βῶλος lump masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)